- πέδιλο(ν)
- το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Αείδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλινεοελλ.-αρχ.ποδάγρα, σκοινοθηλιά με την οποία δένουν τα πόδια τών αλόγων τη νύχτα και τών αγελάδων κατά το άρμεγμανεοελλ.1. κάθε παραπλήσιο υπόδημα, όπως παγοπέδιλο, τροχοπέδιλο, ξυλοπέδιλο2. ξύλινο ή μεταλλικό τεμάχιο που χρησιμεύει για να στηρίζει ή να προφυλάσσει κάτι από τη φθορά (α. «πέδιλο τής προσωμίδας κοντακίου» — μεταλλικό τεμάχιο που επικαλύπτει την προσωμίδα τού κοντακίου τών όπλωνβ. «πέδιλο τού κολεού τής σπάθης» — μεταλλικό πέταλλο στο κάτω άκρο τού κολεού που τό προφυλάσσει από τη φθορά κατά τις κρούσεις του στο έδαφος3. (μηχαν.) ξύλινος ή μεταλλικός πεπλατυσμένος μοχλός, πάνω στον οποίο πατώντας κανείς βάζει σε κίνηση με διωστήρα, ιμάντα, στρόφαλο κ.λπ. έναν άλλο μηχανισμό, αλλ. ποδωστήρας, ποδόπληκτρο, υποπόδιο, πατήθρα, πεντάλ, πετάλι4. (ηλεκτρ.) «πέδιλο πόλου» — το πλατύτερο μέρος τού μαγνητικού πόλου μιας ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος το οποίο τοποθετείται προς το μέρος τού επαγωγικού τυμπάνου, διαχέει τη μαγνητική ροή σε μεγάλο μέρος τής περιφέρειας τού δρομέα και συγκρατεί το μαγνητικό τύλιγμα τού πόλου5. ναυτ. ξύλινη βάση στερεωμένη στο εσωτερικό λέμβου που χρησιμεύει για να σφηνώνεται σε αυτήν ο ιστός της, κν. σκάτσα6. μουσ. το ποδόπληκτρο7. (οικοδ.) το πέλμααρχ.1. υποδήματα συχνά φτερωτά (πτερόεντα) που φορούσαν οι θεοί και είχαν τη δύναμη να τους φέρουν πάνω από τη γη ή τη θάλασσα2. στρατ. ψηλά υποδήματα, ενδρομίδες, μπότες3. μτφ. ρυθμός, μέλος (α. «Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι», Πίνδ.τη φωνή ρυθμίζει σύμφωνα με το δώριο μέλος, τη δώρια αρμονίαβ. «ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν», Πίνδ.το να βρίσκεται κανείς σε αυτήν την κατάσταση).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδιλο παράγεται από την ΙΕ ρίζα *ped- «πόδι» (βλ. λ. πους) με κατάλ. -ιλ-ο- (πρβλ. μυστ-ίλ-η, στρόβ-ιλ-ος). Η άποψη ότι η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. *πέδ-ι-Fλον δεν θεωρείται πιθανή, αφού ένας τέτοιος τ. θα οδηγούσε σε τ. πέδιλλον, τού οποίου όμως η ύπαρξη παραμένει αμφίβολη. Άλλωστε και η παρουσία στη Μυκηναϊκή ορισμένων σχετικών τ. pediro, pedira, pediroi αντιτίθεται στην άποψη αυτή (πρβλ. πέδη, πέδον, πέζα, πεζός)].
Dictionary of Greek. 2013.